Greek Meaning of taking back
Επαναλαμβάνω
Other Greek words related to Επαναλαμβάνω
- αρνούμενος
- εγκατάλειψη
- συρριγμός
- απόσυρση
- αντιφατικός
- Εγκατάλειψη
- abjuring
- ψευδορκία
- παραιτούμαι
- αναίρεση
- διαψεύδοντας
- εγκατάλειψη
- κατάργηση
- αποποιούμενοι
- Υποχωρώ
- διαφωνία (με)
- αποταγή
- άρνηση
- του να πεις
- εγκράτεια
- αποκηρύσσοντας
- αποποιούμενος
- αποκήρυξη
- διάψευση
- αμφισβητώντας
- εγκατάλειψη
- άρνηση
- αρνητικός
- διάψευση
- ανάκληση
- οπισθοχώρηση
- Επιστροφή
- αμφιλεγόμενος
- άρνηση
- υπενθύμιση
- περιφρονώντας
- παράδοση
- συντηρώντας
- προσκολλημένος (σε)
- δηλώνοντας
- αναγνωριστικός
- παραδεχόμενοι
- επιβεβαιωτικός
- ισχυριζόμενος
- υποστήριξη
- διεκδικώντας
- επιβεβαιώνοντας
- δηλώνοντας
- υπερασπίζοντας
- επικύρωση
- ομολογώντας
- υποστηρίζων
- ανταγωνιζόμενος
- διακηρύσσοντας
- διατήρηση
- Αποδεκτός
- υιοθεσία
- ομολογώντας
- Αγκαλιάζει
- Υποστηρίζοντας
- επικυρώνοντας
- εγγύηση
- ορκίζοντας
Nearest Words of taking back
- taking aback => Έκπληξη
- taking a walk => περπάτημα
- taking a powder => το βάζω στα πόδια
- taking a hike => Πηγαίνω μια βόλτα
- taking (out) => λήψη (έξω)
- taking (away) => υπερανάληψη (τραπεζών)
- takes to the cleaners => παίρνει στο καθαριστήριο
- takes out => παίρνει
- takes off (from) => απογειώνεται (από)
- takes off => απογειώνεται
- taking by surprise => τον πιάνω απροετοίμαστο
- taking care of => φροντίδα
- taking down => Κατεβάζω
- taking effect => Tίθεται σε ισχύ
- taking exception => λήψη εξαίρεσης
- taking for => λαμβάνοντας για
- taking for a ride => Παίρνω βόλτα
- taking for granted => θεωρώ δεδομένο
- taking hold (of) => αρπάζω (κάποιον ή κάτι)
- taking in => παραλαμβάνω
Definitions and Meaning of taking back in English
taking back
to make a retraction of, retract sense 2, withdraw
FAQs About the word taking back
Επαναλαμβάνω
to make a retraction of, retract sense 2, withdraw
αρνούμενος,εγκατάλειψη,συρριγμός,απόσυρση ,αντιφατικός,Εγκατάλειψη,abjuring,ψευδορκία,παραιτούμαι,αναίρεση
συντηρώντας,προσκολλημένος (σε),δηλώνοντας,αναγνωριστικός,παραδεχόμενοι,επιβεβαιωτικός,ισχυριζόμενος,υποστήριξη,διεκδικώντας,επιβεβαιώνοντας
taking aback => Έκπληξη, taking a walk => περπάτημα, taking a powder => το βάζω στα πόδια, taking a hike => Πηγαίνω μια βόλτα, taking (out) => λήψη (έξω),