Greek Meaning of taking exception
λήψη εξαίρεσης
Other Greek words related to λήψη εξαίρεσης
- αντικείμενος
- διαμαρτυρόμενος
- να υιοθετήσει θέση
- παραπονούμενος
- διστακτικός
- εκτός από
- εξηγώντας
- κλωτσιά
- επαναστατώντας
- αντίσταση
- βέλασμα
- επικριτικός
- γαυγισμός
- κουβέντα
- λογομαχώ
- απαιτητικός
- Αντιφατικό
- Τολμηρός
- συζητώ
- αψηφώντας
- ανυπακοή
- αμφισβητώντας
- μάχη
- γκρινιάρης
- γρύλισμα
- γκρίνια
- φώναγμα
- στεναγμός
- γογγύζοντας
- μουρμούρισμα
- γκρινιάρης
- καυγάς
- τσακώνομαι
- καβγάς
- αντάρτης
- φωνάζω
- τρίξιμο
- κολλώδης
- θρηνούμενων
- γκρίνια
- παράπονο
- αντέχω
- καυγάς
- γκρίνια
- γκρίνια
- crabbing
- κριτικός
- γκρινιάρης
- μουρμούρισμα
- γκρίνια
- ενοχλητικός
- θρήνος
- πικραμένος
- διαφωνία
- κραυγάζοντας
- γκρίνια
- γκρίνια
- κουβέντα
- Yauping
- χασμουρώντας
- ουρλιαχτό
Nearest Words of taking exception
- taking effect => Tίθεται σε ισχύ
- taking down => Κατεβάζω
- taking care of => φροντίδα
- taking by surprise => τον πιάνω απροετοίμαστο
- taking back => Επαναλαμβάνω
- taking aback => Έκπληξη
- taking a walk => περπάτημα
- taking a powder => το βάζω στα πόδια
- taking a hike => Πηγαίνω μια βόλτα
- taking (out) => λήψη (έξω)
- taking for => λαμβάνοντας για
- taking for a ride => Παίρνω βόλτα
- taking for granted => θεωρώ δεδομένο
- taking hold (of) => αρπάζω (κάποιον ή κάτι)
- taking in => παραλαμβάνω
- taking issue => να υιοθετήσει θέση
- taking off => απογείωση
- taking off (from) => Απογειωμένο από
- taking off (on) => απογείωση (σε)
- taking on => αναλαμβάνοντας
Definitions and Meaning of taking exception in English
taking exception
to object to something
FAQs About the word taking exception
λήψη εξαίρεσης
to object to something
αντικείμενος,διαμαρτυρόμενος,να υιοθετήσει θέση,παραπονούμενος,διστακτικός,εκτός από,εξηγώντας,κλωτσιά,επαναστατώντας,αντίσταση
Αποδεκτός,Συμφωνία,Εγκριτικός,επόμενος,συμμορφούμενος,προσκολλημένος,υπεράσπιση,συναίνων,συμμορφούμενος,υπερασπίζοντας
taking effect => Tίθεται σε ισχύ, taking down => Κατεβάζω, taking care of => φροντίδα, taking by surprise => τον πιάνω απροετοίμαστο, taking back => Επαναλαμβάνω,