Greek Meaning of keening
θρήνος
Other Greek words related to θρήνος
- τραυλίζοντας
- κλάμα
- λιγούρης
- Συναισθηματικός
- λυγμοί
- θρηνούμενων
- θρηνούντα
- ουρλιάζοντας
- επιδεικτικός
- θλιβερός
- θλιβερός
- θερμός
- συναισθηματικός
- δακρυβρεχής
- δακρύβρεχτος
- ομιχλώδης
- δακρυσμένος
- υγρός
- θλιβερός
- θρηνητικός
- γκρίνια
- δακρύβρεχτος
- δακρύβρεχτος
- γκρίνια
- γκρίνια
- Θρηνώντας
- θρηνώντας
- σπασμένη καρδιά
- απογοητευμένος
- καταθλιπτικός
- απογοητευμένος
- απαρηγόρητος
- απογοητευμένος
- κηδεία
- μελαγχολικός
- Θλιμμένος
- ραγισμένη καρδιά
- με σπασμένη καρδιά
- απαρηγόρητος
- σκυθρωπός
- λυπημένος
- λυπημένος
- δακρυσμένος
- θλιβερός
- θλιβερός
Nearest Words of keening
- keened => θρηνούσε
- keeling (over) => σκύβοντας (πάνω)
- keelhauls => Σέρνω από την καρίνα
- keeled (over) => αναποδογυρμένος (πάνω)
- keelboats => Ιστιοπλοϊκά σκάφη με τρόπιδα
- keel (over) => Τρίγλι (πάνω από)
- keeking => Κοιτάζοντας
- keeked => κοιτάζω
- kazillions => δισεκατομμύρια
- kazillion => δισεκατομμύρια
- keens => οξύς
- keep (back) => διατηρημένα
- keep (from) => (κρατώ μακριά)
- keep (on) => συνεχίζω (σε)
- keep (someone) posted => κρατάω (κάποιον) ενήμερο
- keep (to) => κρατάω (από)
- keep clear of => Μείνετε μακριά από
- keep company (with) => συναναστρέφομαι
- keep in touch with => Διατηρητε την επαφη με
- keep one's eyes open for => προσέχουμε
Definitions and Meaning of keening in English
keening
sharply contested, intense, seeming to cut or sting, very sensitive (as in seeing or hearing), very enthusiastic or excited about, a mourning for the dead with loud wails, pungent to the sense, having a fine edge or point, having a sharp edge or point, full of enthusiasm, shrewdly astute, a lamentation for the dead uttered in a loud wailing voice or sometimes in a wordless cry, wonderful, excellent, very nice, to utter with a loud wailing voice or wordless cry, affecting one as if by cutting, to lament, mourn, or complain loudly, intellectually alert, showing a quick and ardent responsiveness, to mourn in a loud wailing voice, to make a sound suggestive of a loud cry of sorrow, eager, having or showing mental sharpness, extremely sensitive in perception, to make a loud and long cry of sorrow
FAQs About the word keening
θρήνος
sharply contested, intense, seeming to cut or sting, very sensitive (as in seeing or hearing), very enthusiastic or excited about, a mourning for the dead with
τραυλίζοντας,κλάμα,λιγούρης,Συναισθηματικός,λυγμοί,θρηνούμενων,θρηνούντα,ουρλιάζοντας,επιδεικτικός,θλιβερός
χαμογελώντας.,γελαστός,χαμογελαστός,χαμογελαστός,ευθυμής,χαρούμενος,χαρούμενος,γελώντας,ομοφυλόφιλος,γελώντας
keened => θρηνούσε, keeling (over) => σκύβοντας (πάνω), keelhauls => Σέρνω από την καρίνα, keeled (over) => αναποδογυρμένος (πάνω), keelboats => Ιστιοπλοϊκά σκάφη με τρόπιδα,