Greek Meaning of plaintive

θρηνητικός

Other Greek words related to θρηνητικός

Definitions and Meaning of plaintive in English

Wordnet

plaintive (s)

expressing sorrow

Webster

plaintive (n.)

Repining; complaining; lamenting.

Expressive of sorrow or melancholy; mournful; sad.

FAQs About the word plaintive

θρηνητικός

expressing sorrowRepining; complaining; lamenting., Expressive of sorrow or melancholy; mournful; sad.

πικρός,κηδεία,ραγισμένη καρδιά,θλιβερός,θρηνούμενων,θρηνούντα,επώδυνος,βασανισμένος,Άγχος,άχαρος

φωτεινό,χαρούμενος,χαρούμενος,Χαρούμενος,χαρούμενος,χαρούμενος,γελαστός,χαμογελαστός,θριαμβευτικός,μακάριος

plaintiff in error => ενάγων σε σφάλμα, plaintiff => ενάγων, plaintful => θλιμμένος, plaint => μήνυση, plain-spoken => ειλικρινής,