Greek Meaning of morbid
νοσηρός
Other Greek words related to νοσηρός
- άχαρος
- κρύος
- σκοτεινός, -ή, -ό
- σκοτείνιασμα
- καταθλιπτικός
- καταθλιπτικός
- έρημος
- μοναχικός
- μοναχικός
- θολό
- επίσημος
- σκοτεινός
- μπλε
- Κατηφής
- χιλι
- συννεφιασμένος
- άχαρος
- καταθλιπτικός
- φρικτός
- απαρηγόρητος
- καταθλιπτικό
- ζοφερός
- Θλιβερός
- ελεγειακός
- ελεγειακός
- εγκαταλελειμμένος
- κηδεία
- μελαγχολικός
- σκυθρωπός
- γκρι
- γκρί
- σκυθρωπός
- μελαγχολικός
- μελαγχολία
- κατσούφης
- θλιβερός
- καταπιεστικός
- πλουτώνιος
- λυπημένος
- Σατουρνικός
- ταφικός
- σκοτεινός
- κατσούφης
- σκοτεινός
- δυστυχισμένος
- κιμμέριος
- Άχρωμο
- απογοητευμένος
- απελπισμένος
- απογοητευμένος
- αχνός
- Αμήχανος
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- οδυνηρός
- οδυνηρός
- κατσούφης
- κάτω
- μονότονο
- γερμένο
- βαρετό
- ξεχασμένος από το θεό
- ζοφερός
- απελπισμένος
- απελπισμένος
- απαρηγόρητος
- θλιβερός
- Χαμηλός
- χαμήλωμα
- απειλητικός
- άχαρος
- αρνητικός
- απαισιόδοξος
- θρηνητικός
- λυπημένος
- δίχως ήλιο
- σκοτεινός
- απειλητικός
- αναστατωτικός
- θλιβερός
- θλιβερός
- ζοφερός
Nearest Words of morbid
Definitions and Meaning of morbid in English
morbid (s)
suggesting an unhealthy mental state
suggesting the horror of death and decay
caused by or altered by or manifesting disease or pathology
morbid (a.)
Not sound and healthful; induced by a diseased or abnormal condition; diseased; sickly; as, morbid humors; a morbid constitution; a morbid state of the juices of a plant.
Of or pertaining to disease or diseased parts; as, morbid anatomy.
FAQs About the word morbid
νοσηρός
suggesting an unhealthy mental state, suggesting the horror of death and decay, caused by or altered by or manifesting disease or pathologyNot sound and healthf
άχαρος,κρύος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτείνιασμα,καταθλιπτικός,καταθλιπτικός,έρημος,μοναχικός,μοναχικός,θολό
φωτεινό,πλευστό,χαρούμενος,χαρούμενος,ελπιδοφόρος,φιλικός,εορταστικός,φιλικός,ομοφυλόφιλος,χαρούμενος
moray firth => Moray Firth, moray eel => μουρένα., moray => Μουρένα, moravianism => Μοραβιανισμός, moravian => τσεχομοραβικός,