Greek Meaning of sepulchral
ταφικός
Other Greek words related to ταφικός
- άχαρος
- κρύος
- σκοτεινός, -ή, -ό
- σκοτείνιασμα
- καταθλιπτικός
- καταθλιπτικός
- έρημος
- κηδεία
- γκρι
- γκρί
- μοναχικός
- μοναχικός
- νοσηρός
- θολό
- επίσημος
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- μπλε
- Κατηφής
- χιλι
- συννεφιασμένος
- άχαρος
- καταθλιπτικός
- φρικτός
- απαρηγόρητος
- καταθλιπτικό
- ζοφερός
- Θλιβερός
- ελεγειακός
- ελεγειακός
- εγκαταλελειμμένος
- μελαγχολικός
- σκυθρωπός
- ξεχασμένος από το θεό
- σκυθρωπός
- μελαγχολία
- κατσούφης
- θλιβερός
- καταπιεστικός
- πλουτώνιος
- λυπημένος
- Σατουρνικός
- κατσούφης
- σκοτεινός
- κιμμέριος
- Άχρωμο
- απογοητευμένος
- απελπισμένος
- απογοητευμένος
- αχνός
- Αμήχανος
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- οδυνηρός
- οδυνηρός
- κατσούφης
- κάτω
- μονότονο
- γερμένο
- βαρετό
- ζοφερός
- απελπισμένος
- απελπισμένος
- απαρηγόρητος
- θλιβερός
- Χαμηλός
- χαμήλωμα
- μελαγχολικός
- απειλητικός
- άχαρος
- αρνητικός
- απαισιόδοξος
- θρηνητικός
- λυπημένος
- δίχως ήλιο
- σκοτεινός
- απειλητικός
- δυστυχισμένος
- αναστατωτικός
- θλιβερός
- θλιβερός
- ζοφερός
- απειλητικός
Nearest Words of sepulchral
Definitions and Meaning of sepulchral in English
sepulchral (a)
of or relating to a sepulchre
sepulchral (s)
gruesomely indicative of death or the dead
suited to or suggestive of a grave or burial
sepulchral (a.)
Of or pertaining to burial, to the grave, or to monuments erected to the memory of the dead; as, a sepulchral stone; a sepulchral inscription.
Unnaturally low and grave; hollow in tone; -- said of sound, especially of the voice.
FAQs About the word sepulchral
ταφικός
of or relating to a sepulchre, gruesomely indicative of death or the dead, suited to or suggestive of a grave or burialOf or pertaining to burial, to the grave,
άχαρος,κρύος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτείνιασμα,καταθλιπτικός,καταθλιπτικός,έρημος,κηδεία,γκρι,γκρί
ευθυμής,φωτεινό,πλευστό,χαρούμενος,χαρούμενος,ελπιδοφόρος,φιλικός,εορταστικός,φιλικός,ομοφυλόφιλος
sepulchering => τάφος, sepulchered => τάφος, sepulcher => τάφος, septupling => επταπλασιασμός, septupled => επταπλασιασμός,