Greek Meaning of cheerful
χαρούμενος
Other Greek words related to χαρούμενος
- φωτεινό
- πλευστό
- χαρούμενος
- αισιόδοξος
- χαμογελαστός
- ηλιόλουστος
- αισιόδοξο
- κινούμενη
- ευθυμής
- αμέριμνος
- canty
- απρόσεκτος
- χαρούμενος
- κεφάτος
- Χαρούμενος
- ομοφυλόφιλος
- χαρούμενος
- χαμογελώντας.
- χαρούμενος
- ελπιδοφόρος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- γελαστός
- Ελαφρύς
- ζωηρός
- χαρούμενος
- pithani
- χαρούμενος
- ροζ** (róz)
- ικανοποιημένος
- Ζωντανός
- γοητευτικός
- μακάριος
- δώρο
- ανέμελος
- καβαλάρης
- εύκολος
- ευπεπτικός
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- ευγνώμων
- ανέμελος
- ανέμελος
- ζωηρός
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- ανέμελος
- μελωδικός
- χαρούμενος
- αισιόδοξος
- Ζωηρός
- Ανεπηρέαστος
- ζωηρός
- κατσούφης
- μελαγχολικός
- σκυθρωπός
- δίχως χαρά
- κατσούφης
- λυπημένος
- Σατουρνικός
- σουμπρός
- κατσούφης
- δυστυχισμένος
- μπλε
- καταθλιπτικός
- απογοητευμένος
- βαρετό
- εγκαταλελειμμένος
- ληθαργικός
- αδιάφορος
- Χαμηλός
- μελαγχολία
- Αργός
- λυπημένος
- ληθαργικός
- δυσαρεστημένος
- σπασμένη καρδιά
- αποκαρδιωμένος
- απογοητευμένος
- απογοητευμένος
- απαρηγόρητος
- απογοητευμένος
- κάτω
- αποκαρδιωμένος
- γερμένο
- απελπισμένος
- βαρύκαρδος
- απαρηγόρητος
- καταβεβλημένος
- άχαρος
Nearest Words of cheerful
Definitions and Meaning of cheerful in English
cheerful (a)
being full of or promoting cheer; having or showing good spirits
cheerful (s)
pleasantly (even unrealistically) optimistic
cheerful (a.)
Having or showing good spirits or joy; cheering; cheery; contented; happy; joyful; lively; animated; willing.
FAQs About the word cheerful
χαρούμενος
being full of or promoting cheer; having or showing good spirits, pleasantly (even unrealistically) optimisticHaving or showing good spirits or joy; cheering; c
φωτεινό,πλευστό,χαρούμενος,αισιόδοξος,χαμογελαστός,ηλιόλουστος,αισιόδοξο,κινούμενη,ευθυμής,αμέριμνος
κατσούφης,μελαγχολικός,σκυθρωπός,δίχως χαρά,κατσούφης,λυπημένος,Σατουρνικός,σουμπρός,κατσούφης,δυστυχισμένος
cheerer => ζητωκραυγάζων, cheered => επευφημούσαν, cheer up => Ενθάρρυνε, cheer => ζητωκραυγές, cheeped => τιτίβισμα,