Greek Meaning of eupeptic
ευπεπτικός
Other Greek words related to ευπεπτικός
- φωτεινό
- χαρούμενος
- αισιόδοξος
- κινούμενη
- ευθυμής
- αμέριμνος
- πλευστό
- canty
- απρόσεκτος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- ομοφυλόφιλος
- χαρούμενος
- χαμογελώντας.
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- γελαστός
- Ελαφρύς
- ζωηρός
- χαρούμενος
- χαμογελαστός
- ηλιόλουστος
- αισιόδοξο
- μακάριος
- δώρο
- ανέμελος
- καβαλάρης
- κεφάτος
- Χαρούμενος
- εύκολος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- ευγνώμων
- ελπιδοφόρος
- ανέμελος
- ζωηρός
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- ανέμελος
- μελωδικός
- χαρούμενος
- pithani
- χαρούμενος
- ροζ** (róz)
- αισιόδοξος
- ικανοποιημένος
- Ζωηρός
- Ανεπηρέαστος
- Ζωντανός
- γοητευτικός
- ζωηρός
- κατσούφης
- βαρετό
- μελαγχολικός
- σκυθρωπός
- δίχως χαρά
- κατσούφης
- λυπημένος
- Σατουρνικός
- σουμπρός
- κατσούφης
- δυστυχισμένος
- δυσαρεστημένος
- μπλε
- απογοητευμένος
- καταθλιπτικός
- απογοητευμένος
- απογοητευμένος
- εγκαταλελειμμένος
- απαρηγόρητος
- ληθαργικός
- αδιάφορος
- μελαγχολία
- άχαρος
- Αργός
- λυπημένος
- ληθαργικός
- σπασμένη καρδιά
- αποκαρδιωμένος
- απογοητευμένος
- απαρηγόρητος
- κάτω
- αποκαρδιωμένος
- γερμένο
- απελπισμένος
- βαρύκαρδος
- Χαμηλός
- καταβεβλημένος
Nearest Words of eupeptic
- eupepsy => καλή πέψη
- eupepsia => ευπεψία
- eupatrid => Ευπατρίδης
- eupatorium rugosum => Ευπατόριο το ρυτιδωμένο
- eupatorium purpureum => Ευπατόριο το πορφυρό
- eupatorium perfoliatum => Ευπατώριο το διάτρητον
- eupatorium maculatum => Ευπατόρiον το σκιάδειο
- eupatorium coelestinum => Ευπατόριο το ουράνιο
- eupatorium capillifolium => Ευπατόριο το λεπτόφυλλο
- eupatorium cannabinum => Ευπατόριο
Definitions and Meaning of eupeptic in English
eupeptic (a.)
Of or pertaining to good digestion; easy of digestion; having a good digestion; as, eupeptic food; an eupeptic man.
FAQs About the word eupeptic
ευπεπτικός
Of or pertaining to good digestion; easy of digestion; having a good digestion; as, eupeptic food; an eupeptic man.
φωτεινό,χαρούμενος,αισιόδοξος,κινούμενη,ευθυμής,αμέριμνος,πλευστό,canty,απρόσεκτος,χαρούμενος
κατσούφης,βαρετό,μελαγχολικός,σκυθρωπός,δίχως χαρά,κατσούφης,λυπημένος,Σατουρνικός,σουμπρός,κατσούφης
eupepsy => καλή πέψη, eupepsia => ευπεψία, eupatrid => Ευπατρίδης, eupatorium rugosum => Ευπατόριο το ρυτιδωμένο, eupatorium purpureum => Ευπατόριο το πορφυρό,