Greek Meaning of eupeptic

ευπεπτικός

Other Greek words related to ευπεπτικός

Definitions and Meaning of eupeptic in English

Webster

eupeptic (a.)

Of or pertaining to good digestion; easy of digestion; having a good digestion; as, eupeptic food; an eupeptic man.

FAQs About the word eupeptic

ευπεπτικός

Of or pertaining to good digestion; easy of digestion; having a good digestion; as, eupeptic food; an eupeptic man.

φωτεινό,χαρούμενος,αισιόδοξος,κινούμενη,ευθυμής,αμέριμνος,πλευστό,canty,απρόσεκτος,χαρούμενος

κατσούφης,βαρετό,μελαγχολικός,σκυθρωπός,δίχως χαρά,κατσούφης,λυπημένος,Σατουρνικός,σουμπρός,κατσούφης

eupepsy => καλή πέψη, eupepsia => ευπεψία, eupatrid => Ευπατρίδης, eupatorium rugosum => Ευπατόριο το ρυτιδωμένο, eupatorium purpureum => Ευπατόριο το πορφυρό,