Greek Meaning of joyless

δίχως χαρά

Other Greek words related to δίχως χαρά

Definitions and Meaning of joyless in English

Wordnet

joyless (a)

not experiencing or inspiring joy

Webster

joyless (a.)

Not having joy; not causing joy; unenjoyable.

FAQs About the word joyless

δίχως χαρά

not experiencing or inspiring joyNot having joy; not causing joy; unenjoyable.

κακός,καταθλιπτικός,ραγισμένη καρδιά,μελαγχολία,λυπημένος,συγγνώμη,δυστυχισμένος,μπλε,σπασμένη καρδιά,αποκαρδιωμένος

μακάριος,πλευστό,Ανυψωμένος,χαρούμενος,χαρούμενος,χαρούμενος,Χαρούμενος,εκστατικός,ευφορικός,ενθουσιώδης

joying => χαρά, joyfulness => Χαρά, joyfully => χαρούμενα, joyful => χαρούμενος, joyed => χαρούμενος,