Greek Meaning of morose

κατσούφης

Other Greek words related to κατσούφης

Definitions and Meaning of morose in English

Wordnet

morose (s)

showing a brooding ill humor

Webster

morose (a.)

Of a sour temper; sullen and austere; ill-humored; severe.

Lascivious; brooding over evil thoughts.

FAQs About the word morose

κατσούφης

showing a brooding ill humorOf a sour temper; sullen and austere; ill-humored; severe., Lascivious; brooding over evil thoughts.

άχαρος,κρύος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτείνιασμα,καταθλιπτικός,καταθλιπτικός,καταθλιπτικός,έρημος,γκρι,γκρί

ευθυμής,φωτεινό,πλευστό,χαρούμενος,χαρούμενος,ελπιδοφόρος,φιλικός,εορταστικός,φιλικός,ομοφυλόφιλος

morosaurus => Μορόσαυρος, moros => Μαυριτανοί, morones => μοραίνες, morone interrupta => Μορόνη η εναλλασσόμενη, morone americana => Λευκή πέρκα,