Greek Meaning of encouraging
ενθαρρυντικός
Other Greek words related to ενθαρρυντικός
- άχαρος
- σκοτεινός, -ή, -ό
- καταθλιπτικός
- απελπισμένος
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- καταθλιπτικό
- μελαγχολικός
- απελπισμένος
- απαισιόδοξος
- απίθανο
- μη ελπιδοφόρος
- Κατηφής
- αμφίβολος
- ύφεση
- Θλιβερός
- αμφίβολος
- δυσμενής
- αρνητικός
- αβέβαιος
- αποθαρρυντικός
- δυσμενής
- δυσμενής
- πτωτικός
- άχαρος
- κηδεία
- σκυθρωπός
- γκρι
- γκρί
- ζοφερός
Nearest Words of encouraging
Definitions and Meaning of encouraging in English
encouraging (a)
giving courage or confidence or hope
encouraging (s)
furnishing support and encouragement
encouraging (p. pr. & vb. n.)
of Encourage
encouraging (a.)
Furnishing ground to hope; inspiriting; favoring.
FAQs About the word encouraging
ενθαρρυντικός
giving courage or confidence or hope, furnishing support and encouragementof Encourage, Furnishing ground to hope; inspiriting; favoring.
φωτεινό,αισιόδοξος,ελπιδοφόρος,Ευχάριστος,δίκαιο,ευνοϊκή,χρυσός,ενθαρρυντικός,ελπιδοφόρος,πιθανός
άχαρος,σκοτεινός, -ή, -ό,καταθλιπτικός,απελπισμένος,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,καταθλιπτικό,μελαγχολικός,απελπισμένος,απαισιόδοξος
encourager => υποστηρικτής, encouragement => Ενθάρρυνση, encouraged => ενθάρρυνε, encourage => ενθαρρύνω, encountering => αντιμετωπίζοντας,