Greek Meaning of bearish
πτωτικός
Other Greek words related to πτωτικός
- κυνικός
- απελπισμένος
- αρνητικός
- απαισιόδοξος
- άχαρος
- ηττοπαθής
- καταθλιπτικός
- απελπισμένος
- απελπισμένος
- αποθαρρυντικός
- ύφεση
- ζοφερός
- εχθρικός
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- απίθανο
- Κατηφής
- αντίθετος
- αποθαρρυντικός
- καταθλιπτικό
- Θλιβερός
- μοιρολατρικός
- κηδεία
- μελαγχολικός
- δυσμενής
- κατσούφης
- Μηδενιστής
- Μηδενιστικός (Mēdenistikós)
- Σατουρνικός
- ταφικός
- κατσούφης
- μη ελπιδοφόρος
- φωτεινό
- ενθαρρυντικός
- δίκαιο
- χρυσός
- ελπιδοφόρος
- πιθανός
- αισιόδοξος
- θετικός
- ελπιδοφόρος
- ευνοϊκός
- ροζ** (róz)
- αισιόδοξο
- Ευχάριστος
- ελπιδοφόρος
- ευνοϊκή
- καλός
- ενθαρρυντικός
- ποLLYάννα
- καθησυχαστικός
- Ρομαντικός
- Ροζ
- ουτοπικός
- Παγκλωσσικός
- Πόλυ Άννα
- Πόλι Άννα
- χαρούμενος
- επευφημώντας
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- Ιδεαλιστής
- ηλιόλουστος
- οραματιστής
Nearest Words of bearish
- bearing wall => Φέρων τοίχος
- bearing ring => Δακτύλιος εδράνου
- bearing rein => martingala
- bearing metal => Μέταλλο εδράνου
- bearing false witness => Ψευδομαρτυρία
- bearing cloth => Πανί κουβαλητού
- bearing brass => ρουλεμάν ορείχαλκος
- bearing => ρουλεμάν
- bearhound => Κυνηγόσκυλο αρκούδων
- bearherd => αρκουδιάρης
Definitions and Meaning of bearish in English
bearish (s)
expecting prices to fall
bearish (a.)
Partaking of the qualities of a bear; resembling a bear in temper or manners.
FAQs About the word bearish
πτωτικός
expecting prices to fallPartaking of the qualities of a bear; resembling a bear in temper or manners.
κυνικός,απελπισμένος,αρνητικός,απαισιόδοξος,άχαρος,ηττοπαθής,καταθλιπτικός,απελπισμένος,απελπισμένος,αποθαρρυντικός
φωτεινό,ενθαρρυντικός,δίκαιο,χρυσός,ελπιδοφόρος,πιθανός,αισιόδοξος,θετικός,ελπιδοφόρος,ευνοϊκός
bearing wall => Φέρων τοίχος, bearing ring => Δακτύλιος εδράνου, bearing rein => martingala, bearing metal => Μέταλλο εδράνου, bearing false witness => Ψευδομαρτυρία,