Greek Meaning of nihilistic
Μηδενιστικός (Mēdenistikós)
Other Greek words related to Μηδενιστικός (Mēdenistikós)
- κυνικός
- μοιρολατρικός
- Μηδενιστής
- απαισιόδοξος
- πτωτικός
- Κατηφής
- ηττοπαθής
- καταθλιπτικός
- απελπισμένος
- απελπισμένος
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- ύφεση
- μελαγχολικός
- απελπισμένος
- δυσμενής
- κατσούφης
- ταφικός
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- κατσούφης
- απίθανο
- μη ελπιδοφόρος
- άχαρος
- άχαρος
- αντίθετος
- έρημος
- καταθλιπτικό
- Θλιβερός
- κηδεία
- ζοφερός
- εχθρικός
- αρνητικός
- Σατουρνικός
- φωτεινό
- ενθαρρυντικός
- δίκαιο
- χρυσός
- ελπιδοφόρος
- πιθανός
- αισιόδοξος
- ελπιδοφόρος
- ροζ** (róz)
- αισιόδοξο
- Ευχάριστος
- ελπιδοφόρος
- ευνοϊκή
- καλός
- ενθαρρυντικός
- Ιδεαλιστής
- ποLLYάννα
- θετικός
- ευνοϊκός
- καθησυχαστικός
- Ρομαντικός
- Ροζ
- ουτοπικός
- οραματιστής
- Παγκλωσσικός
- Πόλυ Άννα
- Πόλι Άννα
- χαρούμενος
- επευφημώντας
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- ηλιόλουστος
Nearest Words of nihilistic
Definitions and Meaning of nihilistic in English
nihilistic (a)
of or relating to nihilism
nihilistic (a.)
Of, pertaining to, or characterized by, nihilism.
FAQs About the word nihilistic
Μηδενιστικός (Mēdenistikós)
of or relating to nihilismOf, pertaining to, or characterized by, nihilism.
κυνικός,μοιρολατρικός,Μηδενιστής,απαισιόδοξος,πτωτικός,Κατηφής,ηττοπαθής,καταθλιπτικός,απελπισμένος,απελπισμένος
φωτεινό,ενθαρρυντικός,δίκαιο,χρυσός,ελπιδοφόρος,πιθανός,αισιόδοξος,ελπιδοφόρος,ροζ** (róz),αισιόδοξο
nihilist => Μηδενιστής, nihilism => Μηδενισμός, nihil obstat => δεν υπάρχει εμπόδιο, nihil => τίποτα, ni-hard iron => ο σίδηρος νι-σκληρός,