Greek Meaning of nihilistic

Μηδενιστικός (Mēdenistikós)

Other Greek words related to Μηδενιστικός (Mēdenistikós)

Definitions and Meaning of nihilistic in English

Wordnet

nihilistic (a)

of or relating to nihilism

Webster

nihilistic (a.)

Of, pertaining to, or characterized by, nihilism.

FAQs About the word nihilistic

Μηδενιστικός (Mēdenistikós)

of or relating to nihilismOf, pertaining to, or characterized by, nihilism.

κυνικός,μοιρολατρικός,Μηδενιστής,απαισιόδοξος,πτωτικός,Κατηφής,ηττοπαθής,καταθλιπτικός,απελπισμένος,απελπισμένος

φωτεινό,ενθαρρυντικός,δίκαιο,χρυσός,ελπιδοφόρος,πιθανός,αισιόδοξος,ελπιδοφόρος,ροζ** (róz),αισιόδοξο

nihilist => Μηδενιστής, nihilism => Μηδενισμός, nihil obstat => δεν υπάρχει εμπόδιο, nihil => τίποτα, ni-hard iron => ο σίδηρος νι-σκληρός,