Greek Meaning of downbeat
ύφεση
Other Greek words related to ύφεση
- άχαρος
- κυνικός
- καταθλιπτικός
- απελπισμένος
- απελπισμένος
- αρνητικός
- απαισιόδοξος
- πτωτικός
- ηττοπαθής
- απελπισμένος
- αποθαρρυντικός
- μοιρολατρικός
- ζοφερός
- κατσούφης
- Μηδενιστικός (Mēdenistikós)
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- απίθανο
- Κατηφής
- αντίθετος
- έρημος
- αποθαρρυντικός
- καταθλιπτικό
- Θλιβερός
- κηδεία
- μελαγχολικός
- εχθρικός
- δυσμενής
- Μηδενιστής
- Σατουρνικός
- ταφικός
- κατσούφης
- μη ελπιδοφόρος
- φωτεινό
- ενθαρρυντικός
- δίκαιο
- χρυσός
- ελπιδοφόρος
- πιθανός
- αισιόδοξος
- θετικός
- ελπιδοφόρος
- ροζ** (róz)
- αισιόδοξο
- Ευχάριστος
- ελπιδοφόρος
- ευνοϊκή
- καλός
- ενθαρρυντικός
- ποLLYάννα
- ευνοϊκός
- καθησυχαστικός
- Ρομαντικός
- Ροζ
- Παγκλωσσικός
- Πόλυ Άννα
- Πόλι Άννα
- χαρούμενος
- επευφημώντας
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- Ιδεαλιστής
- ηλιόλουστος
- ουτοπικός
- οραματιστής
Nearest Words of downbeat
Definitions and Meaning of downbeat in English
downbeat (n)
the first beat of a musical measure (as the conductor's arm moves downward)
FAQs About the word downbeat
ύφεση
the first beat of a musical measure (as the conductor's arm moves downward)
άχαρος,κυνικός,καταθλιπτικός,απελπισμένος,απελπισμένος,αρνητικός,απαισιόδοξος,πτωτικός,ηττοπαθής,απελπισμένος
φωτεινό,ενθαρρυντικός,δίκαιο,χρυσός,ελπιδοφόρος,πιθανός,αισιόδοξος,θετικός,ελπιδοφόρος,ροζ** (róz)
downbear => καθοδικός, down-and-out => φτωχός και καταφρονεμένος, down town => Κέντρο πόλης, down the stairs => κάτω από τις σκάλες, down syndrome => σύνδρομο Down,