Greek Meaning of downbeat

ύφεση

Other Greek words related to ύφεση

Definitions and Meaning of downbeat in English

Wordnet

downbeat (n)

the first beat of a musical measure (as the conductor's arm moves downward)

FAQs About the word downbeat

ύφεση

the first beat of a musical measure (as the conductor's arm moves downward)

άχαρος,κυνικός,καταθλιπτικός,απελπισμένος,απελπισμένος,αρνητικός,απαισιόδοξος,πτωτικός,ηττοπαθής,απελπισμένος

φωτεινό,ενθαρρυντικός,δίκαιο,χρυσός,ελπιδοφόρος,πιθανός,αισιόδοξος,θετικός,ελπιδοφόρος,ροζ** (róz)

downbear => καθοδικός, down-and-out => φτωχός και καταφρονεμένος, down town => Κέντρο πόλης, down the stairs => κάτω από τις σκάλες, down syndrome => σύνδρομο Down,