Greek Meaning of fatalistic
μοιρολατρικός
Other Greek words related to μοιρολατρικός
- κυνικός
- αρνητικός
- άχαρος
- ηττοπαθής
- καταθλιπτικός
- ζοφερός
- Μισάνθρωπος
- Μηδενιστής
- Μηδενιστικός (Mēdenistikós)
- απαισιόδοξος
- σαρδόνιος
- σκεπτικός
- αρνητικός
- πτωτικός
- Κατηφής
- άχαρος
- αντίθετος
- χλευαστικός
- απελπισμένος
- απελπισμένος
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- καταθλιπτικό
- δυσπιστος
- ύφεση
- Θλιβερός
- ξηρός
- κηδεία
- μελαγχολικός
- απελπισμένος
- εχθρικός
- δυσμενής
- ειρωνικός
- κουρασμένος
- καχύποπτος
- χλευαστικός
- κατσούφης
- αρνητής
- Σατουρνικός
- περιφρονητικός
- ταφικός
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- κατσούφης
- ύποπτος
- απίθανο
- μη ελπιδοφόρος
- ειρωνικός
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- ελπιδοφόρος
- ιδεαλιστής
- αισιόδοξος
- θετικός
- θετικιστής
- θετικιστικός
- Ρομαντικός
- ροζ** (róz)
- αισιόδοξο
- χαρούμενος
- ευνοϊκή
- καλός
- Ιδεαλιστής
- Ανέφικτο
- ποLLYάννα
- Ροζ
- ηλιόλουστος
- ουτοπικός
- οραματιστής
- Παγκλωσσικός
- Πόλυ Άννα
- Πόλι Άννα
- Ευχάριστος
- φωτεινό
- επευφημώντας
- ελπιδοφόρος
- ενθαρρυντικός
- δίκαιο
- χρυσός
- ενθαρρυντικός
- πιθανός
- ελπιδοφόρος
- ευνοϊκός
- καθησυχαστικός
- ανέμπιστος
Nearest Words of fatalistic
Definitions and Meaning of fatalistic in English
fatalistic (a)
of or relating to fatalism
fatalistic (a.)
Implying, or partaking of the nature of, fatalism.
FAQs About the word fatalistic
μοιρολατρικός
of or relating to fatalismImplying, or partaking of the nature of, fatalism.
κυνικός,αρνητικός,άχαρος,ηττοπαθής,καταθλιπτικός,ζοφερός,Μισάνθρωπος,Μηδενιστής,Μηδενιστικός (Mēdenistikós),απαισιόδοξος
χαρούμενος,χαρούμενος,ελπιδοφόρος,ιδεαλιστής,αισιόδοξος,θετικός,θετικιστής,θετικιστικός,Ρομαντικός,ροζ** (róz)
fatalist => Μοιρολάτρης, fatalism => Μοιρολατρία, fatal accident => θανατηφόρο ατύχημα, fatal => μοιραίος, fatah-rc => -,