Greek Meaning of positivist
θετικιστής
Other Greek words related to θετικιστής
- χαρούμενος
- αισιόδοξος
- θετικός
- θετικιστικός
- χαρούμενος
- ελπιδοφόρος
- Ιδεαλιστής
- ιδεαλιστής
- Ανέφικτο
- Παγκλωσσικός
- Πόλυ Άννα
- ποLLYάννα
- Πόλι Άννα
- Ρομαντικός
- Ροζ
- ροζ** (róz)
- ηλιόλουστος
- αισιόδοξο
- ουτοπικός
- χαρούμενος
- ελπιδοφόρος
- ενθαρρυντικός
- ευνοϊκή
- χρυσός
- πιθανός
- ελπιδοφόρος
- ευνοϊκός
- καθησυχαστικός
- ανέμπιστος
- οραματιστής
Nearest Words of positivist
- positivism => Θετικισμός
- positiveness => θετικότητα
- positively charged => φορτισμένος θετικά
- positively => θετικά
- positive stimulus => Θετικό ερέθισμα
- positive reinforcing stimulus => Θετικό ενισχυτικό ερέθισμα
- positive reinforcer => Θέτικός ενισχυτής
- positive pole => Θετικός πόλος
- positive muon => θετικό μιόνιο
- positive magnetic pole => Θετικός μαγνητικός πόλος
- positivistic => θετικιστικός
- positivity => Θετικότητα
- positron => ποζιτρόνιο
- positron emission tomography => Τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων
- positron emission tomography scanner => Σαρωτής τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων
- posology => δοσολογία
- posse => ομάδα
- posse comitatus => δικαιόδοση της κομητείας
- posseman => ομάδα αστυνομικών
- possess => κατέχω
Definitions and Meaning of positivist in English
positivist (n)
someone who emphasizes observable facts and excludes metaphysical speculation about origins or ultimate causes
positivist (a)
of or relating to positivism
FAQs About the word positivist
θετικιστής
someone who emphasizes observable facts and excludes metaphysical speculation about origins or ultimate causes, of or relating to positivism
χαρούμενος,αισιόδοξος,θετικός,θετικιστικός,χαρούμενος,ελπιδοφόρος,Ιδεαλιστής,ιδεαλιστής,Ανέφικτο,Παγκλωσσικός
κυνικός,ηττοπαθής,μοιρολατρικός,Μηδενιστικός (Mēdenistikós),Μισάνθρωπος,Μηδενιστής,απαισιόδοξος
positivism => Θετικισμός, positiveness => θετικότητα, positively charged => φορτισμένος θετικά, positively => θετικά, positive stimulus => Θετικό ερέθισμα,