Greek Meaning of reassuring
καθησυχαστικός
Other Greek words related to καθησυχαστικός
- άχαρος
- σκοτεινός, -ή, -ό
- καταθλιπτικός
- απελπισμένος
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- καταθλιπτικό
- αμφίβολος
- Θλιβερός
- μελαγχολικός
- απελπισμένος
- δυσμενής
- απαισιόδοξος
- αβέβαιος
- απίθανο
- μη ελπιδοφόρος
- Κατηφής
- άχαρος
- ύφεση
- αμφίβολος
- ζοφερός
- αρνητικός
- αποθαρρυντικός
- δυσμενής
- δυσμενής
- πτωτικός
- κηδεία
- σκυθρωπός
- γκρι
- γκρί
Nearest Words of reassuring
Definitions and Meaning of reassuring in English
reassuring (a)
restoring confidence and relieving anxiety
FAQs About the word reassuring
καθησυχαστικός
restoring confidence and relieving anxiety
ελπιδοφόρος,ενθαρρυντικός,ενθαρρυντικός,ελπιδοφόρος,αισιόδοξος,ελπιδοφόρος,κατευναστικός,αισιόδοξο,σίγουρος,Ευχάριστος
άχαρος,σκοτεινός, -ή, -ό,καταθλιπτικός,απελπισμένος,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,καταθλιπτικό,αμφίβολος,Θλιβερός,μελαγχολικός
reassurer => καθησυχάζω, reassured => καθησυχασμένος, reassure => καθησυχάζω, reassurance => διαβεβαίωση, re-assume => ξαναρχίζω,