FAQs About the word reassurance

διαβεβαίωση

the act of reassuring; restoring someone's confidenceAssurance or confirmation renewed or repeated., Same as Reinsurance.

ελπιδοφόρος,Συμπόνια,Παρηγοριά,παρηγορητικός,παρηγοριά,συμπάθεια,Συμβουλευτική,συμβουλευτική,συναίσθημα,καλοσύνη

No antonyms found.

re-assume => ξαναρχίζω, reassume => αναλαμβάνω, reassociate => επανασυσχετίζω, reassimilate => Επανασsimilation, reassignment => Ανακατανομή,