Greek Meaning of reattain

ανακτήσω

Other Greek words related to ανακτήσω

Definitions and Meaning of reattain in English

Webster

reattain (v. t.)

To attain again.

FAQs About the word reattain

ανακτήσω

To attain again.

καταλαμβάνω,επανακατάληψη,ανακτώ,ανακτήσω,επιτυγχάνω,συσσωρεύω,επιτύγχανω,συσσωρεύω,παράρτημα,καταφέρνω

Χάνομαι,δίνω,χάσει,Πληρώνω,συμφωνία,εγκαταλείπω,επιχορήγηση,απόδοση,Παραδώσω,παραιτούμαι

reattachment => Επανασύνδεση, reattach => ξανακολλώ, reata => Λάσο, reasty => ταγγισμένος, reassuringly => καθησυχαστικά,