Greek Meaning of procure

προμηθεύω

Other Greek words related to προμηθεύω

Definitions and Meaning of procure in English

Wordnet

procure (v)

get by special effort

arrange for sexual partners for others

FAQs About the word procure

προμηθεύω

get by special effort, arrange for sexual partners for others

Αποκτώ,καταφέρνω,κερδίζω,κέρδος,θερίζω,πάρει,γη,φτιάχνω,αποκτώ,συγκομιδή

Χάνομαι,δίνω,επιχορήγηση,χάσει,Πληρώνω,συμφωνία,παράδοση,απόδοση,εγκαταλείπω,αποχωρίζομαι (κάτι)

procurator => εισαγγελέας, procurance => προμήθεια, procural => προμήθειες, procurable => διαθέσιμος, procumbent => ξαπλωμένος,