FAQs About the word procurement

προμήθεια

the act of getting possession of something

προσχώρηση,απόκτηση,ιδιοκτησία,διεκδικώντας,κατάσχεση,απόκτηση,κατοχή,κατακράτηση,κολάρο,επίταξη

στέρηση,παραίτηση,παράδοση,μεταφορά,Ασυγκράτητος

procure => προμηθεύω, procurator => εισαγγελέας, procurance => προμήθεια, procural => προμήθειες, procurable => διαθέσιμος,