Greek Meaning of claiming
διεκδικώντας
Other Greek words related to διεκδικώντας
Nearest Words of claiming
Definitions and Meaning of claiming in English
claiming (p. pr. & vb. n.)
of Claim
FAQs About the word claiming
διεκδικώντας
of Claim
προσχώρηση,απόκτηση,επίταξη,κατάσχεση,κατοχή,ιδιοκτησία,προμήθεια,ιδιοκτησία,διατήρηση,κολάρο
στέρηση,παραίτηση,παράδοση,μεταφορά,Ασυγκράτητος
claimer => Αιτών, claimed => διεκδίκησε, claimant => ενάγων, claimable => διεκδικήσιμος, claim jumper => Σαλαμολέων,