Greek Meaning of claimable

διεκδικήσιμος

Other Greek words related to διεκδικήσιμος

Definitions and Meaning of claimable in English

Webster

claimable (a.)

Capable of being claimed.

FAQs About the word claimable

διεκδικήσιμος

Capable of being claimed.

ισχυρίζομαι,προτείνω,διαγωνίζομαι,_δηλώνω_,επιμένω,συντηρώ,Επιβεβαιώνω,ανακοινώνω,διαφωνώ,μέσος όρος

αρνούμαι,εγκαταλείπω,πρόκληση,αποκήρυξη,διαψεύδω,διαμάχη,διαψεύδω,αρνούμαι,αρνητικός,ερώτηση

claim jumper => Σαλαμολέων, claim form => Έντυπο αίτησης αξίωσης, claim agent => πράκτορας αξιώσεων, claim => Αίτηση, claik => κουτσομπολιό,