Greek Meaning of claimed

διεκδίκησε

Other Greek words related to διεκδίκησε

Definitions and Meaning of claimed in English

Webster

claimed (imp. & p. p.)

of Claim

FAQs About the word claimed

διεκδίκησε

of Claim

υποτιθέμενος,επαγγελματικός,υποθετικός,Παραπλανητικός,Ψευδής,ψεύτικος,προσποιημένος,απατηλός,φανταστικός,φανταστικός

επιβεβαιωμένο,κρυμμένος,αδύνατο (adynato),απίθανο,πραγματικός,καθιερωμένος,γνήσιος,απίστευτο,απίθανος,αδιανόητο

claimant => ενάγων, claimable => διεκδικήσιμος, claim jumper => Σαλαμολέων, claim form => Έντυπο αίτησης αξίωσης, claim agent => πράκτορας αξιώσεων,