Greek Meaning of manifest
φανερός
Other Greek words related to φανερός
- φαινομενικός
- σαφής
- διακριτός
- εμφανής
- προφανής
- απλός
- αδιαμφισβήτητος
- Ευρύς
- σαφής
- Διάφανος σαν κρύσταλλο
- αποφάσισε
- Κατανοητός
- Σαφής
- φωτεινό
- αισθητός
- απτός
- δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- διαφανής
- σαφής
- απλός
- κουδούνισμα.
- απλός
- απτός
- διαφανής
- αναμφίβολος
- αναμφισβήτητος
- ορατός
- αισθητός
- φαλακρός
- θρασύς
- θρασύς
- Αναγνωρίσιμος
- γνωστός
- κατανοητός
- κατανοητός
- αποκρυπτογραφήσιμος
- Ευπεπτό
- διακριτός
- διακριτός
- σαφής
- ανεξερεύνητος
- κατανοητό
- γνωστό
- Αναγνώσιμο
- ζουμερός (zoumerós)
- παρατηρήσιμος
- ξεκάθαρο
- Φανερός, Άδηλος
- αντιληπτό
- αναγνώσιμο
- αναγνωρίσιμος
- αυτοφανής
- αυτοεξηγούμενο
- ε разумный
- τακτοποιημένος
- κοφτερός
- απλός
- κατανοητός
- απροκάλυπτος
- λαμπερή γραμμή
- σαφής
- αναμφίβολος
- ασαφής
- συννεφιασμένος
- μυστηριώδης
- σκοτεινός, -ή, -ό
- αινιγματικός
- αμφίβολος
- ακατανόητος
- ασαφής
- μυστηριώδης
- ασαφής
- ασαφές
- αβυσσαλέος
- ακατανόητος
- άγνωστος
- συννεφιασμένος
- αινιγματικός
- γκρι
- γκρί
- θολό
- άυλος
- ανεπαίσθητος
- ανακριβής
- ασήμαντος
- δυσανάγνωστο
- Αόριστος
- απροσδιόριστος
- αναίσθητος
- ασαφής
- συγκεχυμένος
- σκιαγραφημένος
- Ολισθηρός
- λεπτός
- Άδηλος
- ασαφής
- Μη προφανές
- αδιευκρίνιστος
- διάφανο
- δυσανάγνωστος
- αδιάκριτος
- ομιχλώδης
- θολό
- μη δεσμευτικός
- αποκρυπτογραφημένο
- δυσανάγνωστος
Nearest Words of manifest
Definitions and Meaning of manifest in English
manifest (n)
a customs document listing the contents put on a ship or plane
manifest (v)
provide evidence for; stand as proof of; show by one's behavior, attitude, or external attributes
record in a ship's manifest
reveal its presence or make an appearance
manifest (s)
clearly revealed to the mind or the senses or judgment
manifest (a.)
Evident to the senses, esp. to the sight; apparent; distinctly perceived; hence, obvious to the understanding; apparent to the mind; easily apprehensible; plain; not obscure or hidden.
Detected; convicted; -- with of.
A public declaration; an open statement; a manifesto. See Manifesto.
A list or invoice of a ship's cargo, containing a description by marks, numbers, etc., of each package of goods, to be exhibited at the customhouse.
manifest (v. t.)
To show plainly; to make to appear distinctly, -- usually to the mind; to put beyond question or doubt; to display; to exhibit.
To exhibit the manifests or prepared invoices of; to declare at the customhouse.
FAQs About the word manifest
φανερός
a customs document listing the contents put on a ship or plane, provide evidence for; stand as proof of; show by one's behavior, attitude, or external attribute
φαινομενικός,σαφής,διακριτός,εμφανής,προφανής,απλός,αδιαμφισβήτητος,Ευρύς,σαφής,Διάφανος σαν κρύσταλλο
ασαφής,συννεφιασμένος,μυστηριώδης,σκοτεινός, -ή, -ό,αινιγματικός,αμφίβολος,ακατανόητος,ασαφής,μυστηριώδης,ασαφής
manie => μανία, manidae => Φολιδωτά, manid => Μανίντ, manicurist => Μανικιουρίστ, manicuring => μανικιούρ,