Greek Meaning of sketchy
σκιαγραφημένος
Other Greek words related to σκιαγραφημένος
- θολό
- ατελής
- ασαφές
- ημιτελές
- ασαφής
- σπασμένο
- πρόχειρος
- κατεστραμμένος
- αχνός
- ελαττωματικό
- αποσπασματικό
- ασαφής
- Επιπόλαιος
- περιορισμένος
- θολό
- ασαφής
- περνώντας
- ημιτελής
- ασκόπως
- θολός
- Θολό
- θολός
- ανεπαρκής
- αποσπασματικός
- Αδύναμος
- ομιχλώδης
- κατακερματισμένος
- διάφανο
- μισό
- στα μισά του δρόμου
- τυχαίος
- τυχαίος
- εξασθενημένος
- ατελής
- Αόριστος
- ασαφής
- αδιαφοροποίητα
- τραυματισμένος
- κατεστραμμένο
- ομιχλώδης
- στενός
- ασαφής
- αδιαφανής
- χλωμός
- μερικός
- τυχαίος
- περιορισμένος
- σκοτεινός
- ρηχό
- κακομαθημένος
- επιφανειακός
- Απροσδιόριστος
- ακαθόριστος
- υπεραπλουστευμένο
- αποσυναρμολογημένος
Nearest Words of sketchy
Definitions and Meaning of sketchy in English
sketchy (s)
giving only major points; lacking completeness
sketchy (a.)
Containing only an outline or rough form; being in the manner of a sketch; incomplete.
FAQs About the word sketchy
σκιαγραφημένος
giving only major points; lacking completenessContaining only an outline or rough form; being in the manner of a sketch; incomplete.
θολό,ατελής,ασαφές,ημιτελές,ασαφής,σπασμένο,πρόχειρος,κατεστραμμένος,αχνός,ελαττωματικό
Ευρύς,ολοκληρωμένο,ολοκληρωμένο,οριστικός,λεπτομερής,εξαντλητικός ,εκτεταμένος,γενικός,σκληρός,διεισδυτικός
sketching => Σκίτσο, sketchiness => σκίτσο, sketchily => σχεδιαστικά, sketcher => Σχεδιαστής, sketched => Σχεδιασμένο,