Greek Meaning of sketchy

σκιαγραφημένος

Other Greek words related to σκιαγραφημένος

Definitions and Meaning of sketchy in English

Wordnet

sketchy (s)

giving only major points; lacking completeness

Webster

sketchy (a.)

Containing only an outline or rough form; being in the manner of a sketch; incomplete.

FAQs About the word sketchy

σκιαγραφημένος

giving only major points; lacking completenessContaining only an outline or rough form; being in the manner of a sketch; incomplete.

θολό,ατελής,ασαφές,ημιτελές,ασαφής,σπασμένο,πρόχειρος,κατεστραμμένος,αχνός,ελαττωματικό

Ευρύς,ολοκληρωμένο,ολοκληρωμένο,οριστικός,λεπτομερής,εξαντλητικός ,εκτεταμένος,γενικός,σκληρός,διεισδυτικός

sketching => Σκίτσο, sketchiness => σκίτσο, sketchily => σχεδιαστικά, sketcher => Σχεδιαστής, sketched => Σχεδιασμένο,