Greek Meaning of sketcher
Σχεδιαστής
Other Greek words related to Σχεδιαστής
Nearest Words of sketcher
Definitions and Meaning of sketcher in English
sketcher (n)
someone who draws sketches
an implement for sketching
sketcher (n.)
One who sketches.
FAQs About the word sketcher
Σχεδιαστής
someone who draws sketches, an implement for sketchingOne who sketches.
Σκίτσο,απεικόνισης,σχεδίαση,Εικόνα,εικόνα,Πορτραίτο,γελοιογραφία,περίγραμμα,Διαγράμμιση,περίγραμμα
χρώμα,[παραμορφωμένο],παραποιώ,παραποιώ,στρέφω,διαστρέφω,Περιγράφω λάθος,αναφέρω λανθασμένα,παραμόρφωση
sketched => Σχεδιασμένο, sketchbook => Σκίτσο, sketch pad => Σκίτσο, sketch map => Σχέδιο χάρτη, sketch block => Σκιτσόχαρτο,