Greek Meaning of sketching
Σκίτσο
Other Greek words related to Σκίτσο
Nearest Words of sketching
Definitions and Meaning of sketching in English
sketching (p. pr. & vb. n.)
of Sketch
FAQs About the word sketching
Σκίτσο
of Sketch
οριστικός,Περίγραμμα,ανίχνευση,κυκλοφορία,οριοθέτηση,σκιαγράφηση,περιβάλλον,Κοπή,οριοθέτηση,γράφημα
Χρωματισμός,παραμορφωτικό,κατασκευάζοντας,παραπλανητικός,εκτροπή,Στρέβλωση,παραμόρφωση,παραποίηση,Λανθασμένη περιγραφή,εσφαλμένη δήλωση
sketchiness => σκίτσο, sketchily => σχεδιαστικά, sketcher => Σχεδιαστής, sketched => Σχεδιασμένο, sketchbook => Σκίτσο,