Greek Meaning of bounding

οριοθέτηση

Other Greek words related to οριοθέτηση

Definitions and Meaning of bounding in English

Webster

bounding (p. pr. & vb. n.)

of Bound

Webster

bounding (a.)

Moving with a bound or bounds.

FAQs About the word bounding

οριοθέτηση

of Bound, Moving with a bound or bounds.

Επισυναπτόμενος,γύρω,επικοινωνία,συνδεδεμένος,Αγκαλιάζει,περικύκλωση,περικλείω,επισυνάπτω,προσχώρησε,συνδεδεμένος

Ξεχωριστά,μακριά,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,μακρινό,μακριά,πιο μακριά,απομονώνω,απομονωμένος,Μη γειτονικός

bounderish => θρασύς, bounder => αγενής, bounden => δεσμευμένος, boundedness => περιορισμός, bounded interval => περιορισμένο διάστημα,