Greek Meaning of unlinked
Άσχετος
Other Greek words related to Άσχετος
- αποσυνδεδεμένο
- αποσπασματικός
- αποσυνδεδεμένος
- διαιρεμένος
- διαχωρισμένος
- ξεχωριστό
- διαχωρισμένος
- ανεξάρτητος
- μη συνδεδεμένος
- αποσυρμένος
- εγκαταλελειμμένος
- μοναστικός
- έρημος
- αποσπασμένος
- αποσυνδεδεμένος
- Διασπασμένος
- ξεχασμένος
- εγκαταλελειμμένος
- ερμητικός
- μονωμένος
- απομονώνω
- απομονωμένος
- παραμελημένος
- σε καραντίνα
- συνταξιούχος
- απομονωμένος
- απομονωμένος
- κλασματικός
- ακυβέρνητος
- μόνος
- έρημος
- άφιλός
- ερμητικός
- μόνος
- θλιμμένος, συντετριμμένος
- απομακρυσμένος
- ανύπαντρος
- μοναχικός
- σόλο
- ασυνόδευτος
- δίχως επίβλεψη
- ασυνόδευτος
Nearest Words of unlinked
Definitions and Meaning of unlinked in English
unlinked
not belonging to the same genetic linkage group
FAQs About the word unlinked
Άσχετος
not belonging to the same genetic linkage group
αποσυνδεδεμένο,αποσπασματικός,αποσυνδεδεμένος,διαιρεμένος,διαχωρισμένος,ξεχωριστό,διαχωρισμένος,ανεξάρτητος,μη συνδεδεμένος,αποσυρμένος
συνοδεύεται,παρακείμενος,παρακολούθησε,γειτονικός,Επισυναπτόμενος,συνδεδεμένος,Συνεχής,συζευγμένο,συνδεδεμένος,γειτονικός
unleashing => απελευθερώνοντας, unleashes => απελευθερώνει, unleashed => απελευθερωμένος, unlearning => απομάθηση, unlaying => αποτινάζω,