Greek Meaning of quarantined
σε καραντίνα
Other Greek words related to σε καραντίνα
- μοναστικός
- μονωμένος
- απομονώνω
- απομονωμένος
- συνταξιούχος
- απομονωμένος
- διαχωρισμένος
- διαχωρισμένος
- απομονωμένος
- αποσυρμένος
- έρημος
- αποσπασμένος
- αποσυνδεδεμένος
- αποσυνδεδεμένο
- αποσπασματικός
- αποσυνδεδεμένος
- διαιρεμένος
- άφιλός
- ερμητικός
- ερμητικός
- παραμελημένος
- απομακρυσμένος
- ξεχωριστό
- ανεξάρτητος
- δίχως επίβλεψη
- μη συνδεδεμένος
- Άσχετος
- εγκαταλελειμμένος
- ακυβέρνητος
- μόνος
- έρημος
- Διασπασμένος
- ξεχασμένος
- εγκαταλελειμμένος
- εγκαταλελειμμένος
- μόνος
- μοναχικός
- μοναχικός
- ασυνόδευτος
- κλασματικός
- ασυνόδευτος
Nearest Words of quarantined
- quar => Καρ
- quaquaversal => πανταχόθεν
- quaoar => Κουάορ
- quantum theory => Κβαντική θεωρία
- quantum physics => κβαντική φυσική
- quantum mechanics => Κβαντομηχανική
- quantum leap => Κβαντικό άλμα
- quantum jump => Κβαντικό άλμα
- quantum field theory => Θεωρία κβαντικού πεδίου
- quantum electrodynamics => Κβαντική ηλεκτροδυναμική
Definitions and Meaning of quarantined in English
quarantined (s)
under forced isolation especially for health reasons
quarantined (imp. & p. p.)
of Quarantine
FAQs About the word quarantined
σε καραντίνα
under forced isolation especially for health reasonsof Quarantine
μοναστικός,μονωμένος,απομονώνω,απομονωμένος,συνταξιούχος,απομονωμένος,διαχωρισμένος,διαχωρισμένος,απομονωμένος,αποσυρμένος
συνοδεύεται,παρακολούθησε,παρακείμενος,γειτονικός,Επισυναπτόμενος,συνδεδεμένος,Συνεχής,Συνοδευόμενος,γειτονικός,δίπλα
quar => Καρ, quaquaversal => πανταχόθεν, quaoar => Κουάορ, quantum theory => Κβαντική θεωρία, quantum physics => κβαντική φυσική,