Greek Meaning of disjointed
αποσπασματικός
Other Greek words related to αποσπασματικός
- παράλογο
- παράξενος/η
- μπερδεμένος
- συγκεχυμένος
- αποσυνδεδεμένο
- απογοητευτικός
- ασυνεπής
- ασυνεπής
- μη συνδεδεμένος
- απορίας άξιο
- απογοητευτικό
- ανώμαλος
- ενοχλητικός
- περίεργος
- ακατάστατος
- ακατάστατη
- ανοργάνωτος
- εκκεντρικός
- παράλογος
- παράλογος
- άνευ σημασίας
- μπερδεμένος
- μονός
- περίεργος
- μπερδεμένος
- συγκεχυμένο
- περίεργο
- μη οργανωμένο
- παράλογος
- ασυνήθιστο
- περίεργος
- γαϊδουρινό
- ανησυχητικός
- πλανερός
- ανεξήγητος
- άκυρος
- ανοησία
- τρελός
- εκκεντρικός
- γελοίο
- τρελός
- ανόητος
- ανεύθυνος
- μη πειστικός
- ανεξήγητος
- προβληματικός
- Εκκεντρικός
Nearest Words of disjointed
Definitions and Meaning of disjointed in English
disjointed (s)
lacking orderly continuity
taken apart at the joints
separated at the joint
disjointed (imp. & p. p.)
of Disjoint
disjointed (a.)
Separated at the joints; disconnected; incoherent.
FAQs About the word disjointed
αποσπασματικός
lacking orderly continuity, taken apart at the joints, separated at the jointof Disjoint, Separated at the joints; disconnected; incoherent.
παράλογο,παράξενος/η,μπερδεμένος,συγκεχυμένος,αποσυνδεδεμένο,απογοητευτικός,ασυνεπής,ασυνεπής,μη συνδεδεμένος,απορίας άξιο
συνεκτικός,συνδεδεμένος,λογικός,οργανωμένος,οργανωμένος,στερεός,συστηματικός,σαφής,πειστικός,πειστικός
disjoint => ασύνδετος, disjoining => διαχωρισμός, disjoined => δυσλειτουργικός, disjoin => διαχωρίζω, disjection => Διάσπαση,