Greek Meaning of disjointed

αποσπασματικός

Other Greek words related to αποσπασματικός

Definitions and Meaning of disjointed in English

Wordnet

disjointed (s)

lacking orderly continuity

taken apart at the joints

separated at the joint

Webster

disjointed (imp. & p. p.)

of Disjoint

Webster

disjointed (a.)

Separated at the joints; disconnected; incoherent.

FAQs About the word disjointed

αποσπασματικός

lacking orderly continuity, taken apart at the joints, separated at the jointof Disjoint, Separated at the joints; disconnected; incoherent.

παράλογο,παράξενος/η,μπερδεμένος,συγκεχυμένος,αποσυνδεδεμένο,απογοητευτικός,ασυνεπής,ασυνεπής,μη συνδεδεμένος,απορίας άξιο

συνεκτικός,συνδεδεμένος,λογικός,οργανωμένος,οργανωμένος,στερεός,συστηματικός,σαφής,πειστικός,πειστικός

disjoint => ασύνδετος, disjoining => διαχωρισμός, disjoined => δυσλειτουργικός, disjoin => διαχωρίζω, disjection => Διάσπαση,