Greek Meaning of disjointedly
Ασύνδετα
Other Greek words related to Ασύνδετα
- τυχαία
- Αποσυνδεδεμένος
- σπασμωδικά
- τυχαία
- κατά λάθος
- διαλειμματικά
- σποραδικά
- ασυνείδητα
- ακούσια
- απρόβλεπτα
- αθέλητα
- αυθαίρετα
- ιδιότροπα
- απρόσεκτα
- τυχαία
- τυχαία
- αδιάκριτα
- ανεπίσημα
- Ανώμαλα
- αδιάφορα
- ανεξέλεγκτα
- τυχαία
- Καπριτσιόζα
- χωρίς στόχο
- άσχετα
- άτακτα
- τυχαίος
- ανάκατα
- τυχαίος
- πρόχειρα
- ανάποδα
- έτσι κι αλλιώς
Nearest Words of disjointedly
Definitions and Meaning of disjointedly in English
disjointedly (r)
in a disjointed manner
FAQs About the word disjointedly
Ασύνδετα
in a disjointed manner
τυχαία,Αποσυνδεδεμένος,σπασμωδικά,τυχαία,κατά λάθος,διαλειμματικά,σποραδικά,ασυνείδητα,ακούσια,απρόβλεπτα
προσεκτικά,επίσημα,μεθοδικά,συστηματικά,εκούσια,προσεκτικά,σκόπιμα,σχολαστικά,οργανωμένος,ηθελημένα
disjointed => αποσπασματικός, disjoint => ασύνδετος, disjoining => διαχωρισμός, disjoined => δυσλειτουργικός, disjoin => διαχωρίζω,