Greek Meaning of desultorily

άσχετα

Other Greek words related to άσχετα

Definitions and Meaning of desultorily in English

Webster

desultorily (adv.)

In a desultory manner; without method; loosely; immethodically.

FAQs About the word desultorily

άσχετα

In a desultory manner; without method; loosely; immethodically.

τυχαία,χωρίς στόχο,comunque,τυχαία,τυχαία,άτακτα,τυχαίος,τυχαία,ανεπίσημα,Ανώμαλα

προσεκτικά,επίσημα,μεθοδικά,συστηματικά,εκούσια,προσεκτικά,σκόπιμα,σχολαστικά,οργανωμένος,σκόπιμα

desulphurize => Αποθείωση, desulphuration => αποθείωση, desulphurating => Αποθείωση, desulphurated => αποθειωμένο, desulphurate => αποθειώνω,