Greek Meaning of randomly

τυχαία

Other Greek words related to τυχαία

Definitions and Meaning of randomly in English

Wordnet

randomly (r)

in a random manner

Webster

randomly (adv.)

In a random manner.

FAQs About the word randomly

τυχαία

in a random mannerIn a random manner.

τυχαία,χωρίς στόχο,comunque,τυχαία,τυχαία,άτακτα,τυχαία,ανεπίσημα,Ανώμαλα,πάντως

προσεκτικά,επίσημα,μεθοδικά,συστηματικά,εκούσια,προσεκτικά,σκόπιμα,σχολαστικά,οργανωμένος,σκόπιμα

randomized => τυχαίος, randomize => τυχαίος, randomization => τυχαιοποίηση, randomised => τυχαιοποιημένο, randomise => τυχαίος,