Greek Meaning of methodically

μεθοδικά

Other Greek words related to μεθοδικά

Definitions and Meaning of methodically in English

Wordnet

methodically (r)

in a methodical manner

FAQs About the word methodically

μεθοδικά

in a methodical manner

συστηματικά,προσεκτικά,εκούσια,επίσημα,προσεκτικά,σχολαστικά,οργανωμένος,σκόπιμα,επιμελώς,ηθελημένα

χωρίς στόχο,πάντως,comunque,αυθαίρετα,απρόσεκτα,τυχαία,άτακτα,τυχαίος,τυχαία,αδιάκριτα

methodical => μεθοδικός, methodic => μεθοδικός, method of least squares => Μέθοδος των ελαχίστων τετραγώνων, method of fluxions => Η μέθοδος των ροών, method of choice => μέθοδος επιλογής,