Greek Meaning of unintentionally

ακούσια

Other Greek words related to ακούσια

Definitions and Meaning of unintentionally in English

Wordnet

unintentionally (r)

without intention; in an unintentional manner

FAQs About the word unintentionally

ακούσια

without intention; in an unintentional manner

τυχαία,αυθαίρετα,απρόσεκτα,τυχαία,τυχαία,κατά λάθος,ασυνείδητα,αθέλητα,ιδιότροπα,σπασμωδικά

προσεκτικά,επίσημα,μεθοδικά,συστηματικά,εκούσια,προσεκτικά,σκόπιμα,σχολαστικά,οργανωμένος,ηθελημένα

unintentional => ακούσιο, unintended => ακούσιος, unintelligibly => ακατανόητα, unintelligible => ακατανόητος, unintelligibility => ακαταληψία,