Greek Meaning of uninterestingness

Αδιαφορία

Other Greek words related to Αδιαφορία

Definitions and Meaning of uninterestingness in English

Wordnet

uninterestingness (n)

inability to capture or hold one's interest

FAQs About the word uninterestingness

Αδιαφορία

inability to capture or hold one's interest

βαρετό,βαρετό,σκονισμένος,παλιό,αργός,κουραστικός,κουρασμένος,κουραστικό,ενοχλητικό,άνυδρος

εκπληκτικός,Συμμετοχικός,απορροφητικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,περιλαμβάνοντας,θαυμαστός,συναρπαστικό,Θεαματικός

uninterestingly => ανιαρά, uninteresting => ανιαρό, uninterested => αδιάφορος, uninteressed => αδιάφορος, unintentionally => ακούσια,