Greek Meaning of pleasureless

ανιαρός

Other Greek words related to ανιαρός

Definitions and Meaning of pleasureless in English

Webster

pleasureless (a.)

Devoid of pleasure.

FAQs About the word pleasureless

ανιαρός

Devoid of pleasure.

ενοχλητικό,άνυδρος,ασηπτικός,άγονο,μπλα μπλα,κενό,βαρετό,ενοχλητικός,Άχρωμο,μονότονο

απορροφητικός,εκπληκτικός,εκπληκτικός,Εκπληκτικός,καταπληκτικός,συναρπαστικός,Συμμετοχικός,συναρπαστικός,καταπληκτικός,εμπνευσμένος

pleasureful => ευχάριστος, pleasured => ευχαριστημένος, pleasure trip => εκδρομή αναψυχής, pleasure seeker => Ηδονιστής, pleasure principle => Αρχή της ηδονής,