Greek Meaning of riveting
συναρπαστικό
Other Greek words related to συναρπαστικό
- απορροφητικός
- Συμμετοχικός
- συναρπαστικός
- ενδιαφέρον
- συναρπαστικό
- εκπληκτικός
- συναρπαστικός
- καταναλωτικός
- απορροφητικός
- Διασκεδαστικό
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- εμπνευσμένος
- περιλαμβάνοντας
- προκλητικός
- γοητευτικός
- αστείος
- εκπληκτικός
- Εκπληκτικός
- ελκυστικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- συναρπαστικός
- γοητευτικός
- περίεργος
- Ηλεκτρικός
- ηλεκτριστικό
- τονισμένος
- μαγευτικός
- γεγονός γεμάτο γεγονότα
- exhilarating
- γαλβανισμός
- υπνωτιστικό
- imμέρσ
- θαυμαστός
- θαυμάσιος
- υπνωτιστικός
- διεγερτικός
- επιδεικτικός
- μαγευτικός
- πιτσιλίσματος
- διεγερτικό
- Ανάδευση
- εντυπωσιακός
- εκπληκτικό
- δελεαστικός
- συναρπαστικός
- ασυνήθιστο
- υπέροχος
- θαυμαστός
Nearest Words of riveting
Definitions and Meaning of riveting in English
riveting (s)
capable of arousing and holding the attention
riveting (p. pr. & vb. n.)
of Rivet
riveting (n.)
The act of joining with rivets; the act of spreading out and clinching the end, as of a rivet, by beating or pressing.
The whole set of rivets, collectively.
FAQs About the word riveting
συναρπαστικό
capable of arousing and holding the attentionof Rivet, The act of joining with rivets; the act of spreading out and clinching the end, as of a rivet, by beating
απορροφητικός,Συμμετοχικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,εκπληκτικός,συναρπαστικός,καταναλωτικός,απορροφητικός,Διασκεδαστικό
βαρετό,μονότονο,ξηρός,βαρετό,βαρύς,μονότονος,κουραστικό,κουραστικός,κουραστικός,ανιαρό
riveter => Πριτσινάκι, riveted => συναρπαστικό, rivet line => Γραμμή πριτσινιών, rivet => Περτσίνι, rivery => ποτάμιος,