Greek Meaning of electrifying
ηλεκτριστικό
Other Greek words related to ηλεκτριστικό
- συναρπαστικός
- Ηλεκτρικός
- συναρπαστικός
- ενδιαφέρον
- συναρπαστικό
- συναρπαστικός
- exhilarating
- συναρπαστικός
- γαλβανικός
- γαλβανισμός
- συναρπαστικός
- εμπνευσμένος
- μεθυστικός
- ζωηρός
- Εκτός τόπου
- εκπληκτικός
- προκλητικός
- εκκωφαντικός
- συναρπαστικό
- διεγερτικός
- διεγερτικό
- Ανάδευση
- καθηλωτικός
- απορροφητικός
- συναρπαστικός
- φορτισμένος
- δυναμικός
- μαγευτικός
- Ενεργητικός
- απορροφητικός
- συναρπαστικός
- ανατριχιαστικός
- υψηλής τάσης
- κινητικός
- εκπληκτικό
- μετακινούμενο
- συγκινητικός
- μαγευτικός
- δελεαστικός
- διεγερτικός
- συγκινητικός
- αναζωογονητικός
- κλωτσάω
Nearest Words of electrifying
- electrify => ηλεκτροδοτώ
- electrified => Ηλεκτροφορτισμένο
- electrification => Ηλεκτροδότηση
- electrifiable => Ηλεκτριζόμενος
- electric-light bulb => Ηλεκτρικός λαμπτήρας
- electricity => Ηλεκτρισμός
- electricities => ηλεκτρισμός
- electrician => Ηλεκτρολόγος
- electric-discharge lamp => Ηλεκτρολυτική λάμπα εκκένωσης
- electric-arc furnace => ηλεκτρικός καμίνου με τόξο
Definitions and Meaning of electrifying in English
electrifying (s)
causing a surge of emotion or excitement
electrifying (p. pr. & vb. n.)
of Electrify
of Electrify
FAQs About the word electrifying
ηλεκτριστικό
causing a surge of emotion or excitementof Electrify, of Electrify
συναρπαστικός,Ηλεκτρικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,συναρπαστικός,exhilarating,συναρπαστικός,γαλβανικός,γαλβανισμός
βαρετό,βαρετό,κουραστικό,κουραστικός,Ανιαρός,Θλιβερός,βαρετός,μονότονος,ανιαρό,ναρκωτικός
electrify => ηλεκτροδοτώ, electrified => Ηλεκτροφορτισμένο, electrification => Ηλεκτροδότηση, electrifiable => Ηλεκτριζόμενος, electric-light bulb => Ηλεκτρικός λαμπτήρας,