Greek Meaning of electrified

Ηλεκτροφορτισμένο

Other Greek words related to Ηλεκτροφορτισμένο

Definitions and Meaning of electrified in English

Webster

electrified (imp. & p. p.)

of Electrify

of Electrify

FAQs About the word electrified

Ηλεκτροφορτισμένο

of Electrify, of Electrify

ενθουσιασμένος,γαλβανισμένο,ενθουσιασμένος,διεγερμένος,φορτισμένος,Χαρούμενος,γοητευμένος,ενθουσιασμένος,εμπνεόμενος,μεθυσμένος

βαρετό,κουρασμένος,κουρασμένος,απογοητευμένος,Αποθαρρυμένος,αποθαρρυμένος,απογοητευμένος,κουρασμένος,Ξεθώριασε,απογοητευμένος

electrification => Ηλεκτροδότηση, electrifiable => Ηλεκτριζόμενος, electric-light bulb => Ηλεκτρικός λαμπτήρας, electricity => Ηλεκτρισμός, electricities => ηλεκτρισμός,