Greek Meaning of enthralled

κατενθουσιασμένος

Other Greek words related to κατενθουσιασμένος

Definitions and Meaning of enthralled in English

Wordnet

enthralled (s)

filled with wonder and delight

FAQs About the word enthralled

κατενθουσιασμένος

filled with wonder and delight

απορροφάται,εστιασμένος,εμβαπτισμένος,ενδιαφέρομαι,όλο αυτιά,προσεκτικός, προσεκτική,βαθύς,αρραβωνιασμένος,απορροφημένος,εστιασμένος

απών,απρόσεκτος,αφηρημένος,αποσπασμένος,απρόσεκτος,χαμένος,ανυποψίαστος,προβληματισμένος,εστίαση,αδιάφορος

enthrall => μαγεύω, enthral => μαγεύω, enthelminthes => Σκώληκες, enthelmintha => σκωληκοκτόνα, entheic => ενθεϊστικός,