Greek Meaning of rapt
ενθουσιασμένος
Other Greek words related to ενθουσιασμένος
- εκστατικός
- ενθουσιασμένος
- ζαλισμένος
- Χαρούμενος
- χαρούμενος
- εκστατικός
- ενθουσιώδης
- Μαγεμένος
- ευφορικός
- ενθουσιασμένος
- ενθουσιασμένος
- μεθυστικό
- μεθυσμένος
- χαρούμενος
- εκστατικός
- ραψωδικός
- ενθουσιασμένος
- θριαμβευτικός
- στα ουράνια
- ραψωδικός
- μακάριος
- Υψηλός
- γοητευμένος
- πανηγυρικός
- χαρούμενος
- δοξάζοντας
- ευγνώμων
- Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- πανηγυρικός
- αγαλλίαση
- ικανοποιημένος
- είμαι στον έβδομο ουρανό
- αποκαρδιωμένος
- καταθλιπτικός
- απαρηγόρητος
- θλιβερός
- απογοητευμένος
- εγκαταλελειμμένος
- απαρηγόρητος
- μελαγχολία
- θλιβερός
- λυπημένος
- λυπημένος
- δυστυχισμένος
- μπλε
- σπασμένη καρδιά
- απογοητευμένος
- απογοητευμένος
- απογοητευμένος
- κάτω
- μελαγχολικός
- σκυθρωπός
- απελπισμένος
- ραγισμένη καρδιά
- με σπασμένη καρδιά
- δίχως χαρά
- Χαμηλός
- θλιμμένος
- συγγνώμη
- θλιβερός
- θλιβερός
- αποκαρδιωμένος
- καταβεβλημένος
- Υγεία καρδιά
Nearest Words of rapt
Definitions and Meaning of rapt in English
rapt (s)
feeling great rapture or delight
rapt ()
of Rap
imp. & p. p. of Rap, to snatch away.
rapt (a.)
Snatched away; hurried away or along.
Transported with love, admiration, delight, etc.; enraptured.
Wholly absorbed or engrossed, as in work or meditation.
An ecstasy; a trance.
Rapidity.
rapt (v. t.)
To transport or ravish.
To carry away by force.
FAQs About the word rapt
ενθουσιασμένος
feeling great rapture or delightof Rap, imp. & p. p. of Rap, to snatch away., Snatched away; hurried away or along., Transported with love, admiration, delight,
εκστατικός,ενθουσιασμένος,ζαλισμένος,Χαρούμενος,χαρούμενος,εκστατικός,ενθουσιώδης,Μαγεμένος,ευφορικός,ενθουσιασμένος
αποκαρδιωμένος,καταθλιπτικός,απαρηγόρητος,θλιβερός,απογοητευμένος,εγκαταλελειμμένος,απαρηγόρητος,μελαγχολία,θλιβερός,λυπημένος
rapprochement => προσέγγιση, rapporteur => εισηγητής, rapport => Σχέση, rapping => ραπ, rapper => ράπερ,