Greek Meaning of glorying
δοξάζοντας
Other Greek words related to δοξάζοντας
Nearest Words of glorying
Definitions and Meaning of glorying in English
glorying (p. pr. & vb. n.)
of Glory
FAQs About the word glorying
δοξάζοντας
of Glory
εκστατικός,υπερήφανος,θριαμβευτικός,αλαζόνας,λαλητός,πανηγυρικός,αγαλλόμενος,πανηγυρικός,υπερήφανος,αγαλλίαση
ηττημένος,απογοητευμένος,καταθλιπτικός,απαρηγόρητος,απογοητευμένος,απογοητευμένος,αποκαρδιωμένος
glory pea => Δόξα του μπιζελιού, glory lily => Βασιλικό κρίνο, glory hole => Απέραντη δόξα, glory fern => δ**οξάζω, glory => δόξα,