Greek Meaning of conquering
κατάκτηση
Other Greek words related to κατάκτηση
Nearest Words of conquering
Definitions and Meaning of conquering in English
conquering (n)
the act of conquering
FAQs About the word conquering
κατάκτηση
the act of conquering
νικηφόρος,νίκη,λαλητός,ευφορικός,πανηγυρικός,αγαλλόμενος,δοξάζοντας,πανηγυρικός,αγαλλίαση,θριαμβευτικός
ηττημένος,καταθλιπτικός,απογοητευμένος,απαρηγόρητος,απογοητευμένος,απογοητευμένος,αποκαρδιωμένος
conquerable => εποικοδομήσιμος, conquer => κατακτώ, conoy => Κόνοϊ, conospermum => Κονοσπέρμιο, conopodium denudatum => Κονοπόδιο το εκφυλλωμένο,