Greek Meaning of crowing
λαλητός
Other Greek words related to λαλητός
Nearest Words of crowing
- crown => στέμμα
- crown beard => Στέμμα γενειάδας
- crown colony => Αποικία του Στέμματος
- crown daisy => Μαργαρίτα
- crown fire => Πυρκαγιά θόλου
- crown gall => Στέμμα χολής
- crown glass => Στέμμα
- crown imperial => αυτοκρατορικό στέμμα
- crown jewel => Πετράδι του στέμματος
- crown jewels => Κοσμήματα του στέμματος
Definitions and Meaning of crowing in English
crowing (n)
an instance of boastful talk
crowing (s)
exhibiting self-importance
FAQs About the word crowing
λαλητός
an instance of boastful talk, exhibiting self-importance
εκστατικός,υπερήφανος,θριαμβευτικός,αλαζόνας,ενθουσιώδης,μπιέλα,πανηγυρικός,αγαλλόμενος,δοξάζοντας,πανηγυρικός
ηττημένος,απογοητευμένος,καταθλιπτικός,απαρηγόρητος,απογοητευμένος,απογοητευμένος,αποκαρδιωμένος
crowfoot grass => Πόδι κορακιού, crowfoot family => Βατραχιοειδή, crowfoot => Βάτραχος, crowding => συνωστισμός, crowded => γεμάτο,