Greek Meaning of crowing

λαλητός

Other Greek words related to λαλητός

Definitions and Meaning of crowing in English

Wordnet

crowing (n)

an instance of boastful talk

Wordnet

crowing (s)

exhibiting self-importance

FAQs About the word crowing

λαλητός

an instance of boastful talk, exhibiting self-importance

εκστατικός,υπερήφανος,θριαμβευτικός,αλαζόνας,ενθουσιώδης,μπιέλα,πανηγυρικός,αγαλλόμενος,δοξάζοντας,πανηγυρικός

ηττημένος,απογοητευμένος,καταθλιπτικός,απαρηγόρητος,απογοητευμένος,απογοητευμένος,αποκαρδιωμένος

crowfoot grass => Πόδι κορακιού, crowfoot family => Βατραχιοειδή, crowfoot => Βάτραχος, crowding => συνωστισμός, crowded => γεμάτο,