FAQs About the word crowding

συνωστισμός

a situation in which people or things are crowded together

κράμπαρης,εμπλοκή,φόρτωση,συμπίεση,σφήνωση,συντριπτικός,γέμιση,Συσκευασία,εμβολισμός,σάντουιτς

χωρίζοντας,διασπείρω,διάσπαση,διάλυση

crowded => γεμάτο, crowd together => συνωστίζεσαι, crowd out => εκτοπίζει, crowd control => Έλεγχος πλήθους, crowd => πλήθος,