Greek Meaning of splitting (up)
διάσπαση
Other Greek words related to διάσπαση
Nearest Words of splitting (up)
- splitting (on) => διαχωρισμός (σε)
- split-second => κλάσμα δευτερολέπτου
- splits (up) => Διαιρείται
- splits (on) => διαιρέσεις (επί)
- splits => διαχωρισμοί
- split seconds => κλάσμα δευτερολέπτου
- split one's sides => Ξεκαρδίζομαι
- split levels => σπίτια με διαφορετικά επίπεδα
- split level => Διαμερισμένος σε επίπεδα
- split hairs => σχίζω τρίχες
Definitions and Meaning of splitting (up) in English
splitting (up)
No definition found for this word.
FAQs About the word splitting (up)
διάσπαση
χωρίζοντας,μονωτικός,χωρισμό,διαχωρίζοντας,διαχωρίζοντας,Καθαρισμός,διασπείρω,διασπείροντας,διαλυόμενος,διασκόρπιση
συναρμολόγηση,συσσωμάτωση,συλλογή,συγκεντρώνοντας,συνάντηση,συγκολλητικό,συγκέντρωση,συλλογή,ενοποιητικό,συνένωση
splitting (on) => διαχωρισμός (σε), split-second => κλάσμα δευτερολέπτου, splits (up) => Διαιρείται, splits (on) => διαιρέσεις (επί), splits => διαχωρισμοί,