Greek Meaning of squandering

σπατάλη

Other Greek words related to σπατάλη

Definitions and Meaning of squandering in English

Wordnet

squandering (n)

spending resources lavishly and wastefully

FAQs About the word squandering

σπατάλη

spending resources lavishly and wastefully

Μαρμέλος,απρόσεκτος,εξωφρενικός,γενναιόδωρος,σπάταλος,σπάταλος,άσωτος,απερίσκεπτος,Σπάταλος,σπάταλος

φτηνός,κοντά,οικονομικός,λιτός,μέση τιμή,τσιγκούνης,εφεδρικό,οικονομικός,φειδωλός,διατήρησης

squanderer => Σπατάλη, squandered => σπατάλησα, squander => σπαταλάω, squamulose => λεπιδωτός, squamule => φολιδωτή τρίχα,